Αρχική
Καλώς ήλθατε στον ιστότοπο της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας.
ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ;
του Καθηγητή Νέστορα Κουράκη
Προέδρου της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας (2016-2019 και 2023-2025)
Αγαπητές Φίλες και Φίλοι,
Συχνά, όταν επικοινωνώ με φοιτητές ή και μαθητές σε σχολεία, μου θέτουν το ερώτημα σε τι μας χρησιμεύει η Εγκληματολογία και πώς μπορεί αυτή να αξιοποιηθεί επαγγελματικά.
Ι. Η Εγκληματολογία, όπως επιγραμματικά αναφέρεται και στο πιο κάτω σημείωμα του αείμνηστου Συναδέλφου Ιάκωβου Φαρσεδάκη, ερευνά το εγκληματικό φαινόμενο. Άρα υπό το πρίσμα αυτής της επιστήμης εξετάζονται τέσσερεις ειδικότερες πτυχές του εγκληματικού φαινομένου και συγκεκριμένα τα χαρακτηριστικά: (α) των κανόνων που θεσπίζονται για μορφές ανθρώπινης συμπεριφοράς που βλάπτουν ή θέτουν σε κίνδυνο την ομαλή συντήρηση και προαγωγή του κοινωνικού βίου, (β) των ανθρώπων που παραβιάζουν αυτούς τους κανόνες και (γ) των ανθρώπων που υφίστανται ως θύματα την παραβίαση αυτών των κανόνων και (δ) της κοινωνικής αντίδρασης προς τους παραβάτες, είτε επίσημης με ποινικές κυρώσεις είτε και άτυπης με άλλες μορφές αποδοκιμασίας.
Ίσως δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι η Εγκληματολογία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κλάδους των Κοινωνικών Επιστημών. Και τούτο για τρεις κυρίως λόγους:
Πρώτον, η Εγκληματολογία ασχολείται με μια εκτενέστατη θεματολογία, αντίστοιχη με τις ποικίλες εκφάνσεις της κοινωνικής μας παθογένειας, είτε αυτές είναι ακόμη στο στάδιο της αποκλίνουσας συμπεριφοράς και της μικρής βαρύτητας εγκληματικότητας (ή: παραβατικότητας για τους ανηλίκους), είτε και έχουν ήδη λάβει τη θεσμοθετημένη μορφή σοβαρών εγκλημάτων. Η ευρύτερη γκάμα αυτών των μορφών συμπεριφοράς εκτείνεται από την ασύμμετρη σχολική βία (bullying), την ενδοοικογενειακή βία και τη χρήση ουσιών, έως τις σοβαρότερες περιπτώσεις με τις οποίες ασχολούνται και διακρατικοί φορείς δίωξης του εγκλήματος (Interpol, Europol, Eurojust κ.λπ.), όπως το οργανωμένο έγκλημα, η τρομοκρατία, το ξέπλυμα προϊόντων εγκλήματος, το κυβερνοέγκλημα, τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, η παραγωγή και διακίνηση ναρκωτικών, η εμπορία ανθρώπων και όπλων, η παιδική πορνογραφία, κ.λπ. Επομένως, όταν γνωρίζει κανείς σε βάθος την Εγκληματολογία, μπορεί να έχει μια αρκετά τεκμηριωμένη άποψη για πλήθος από τα ζητήματα που απασχολούν τον κοινωνικό του περίγυρο.
Δεύτερον, η Εγκληματολογία έχει το στοιχείο της διεπιστημονικότητας, δεδομένου ότι ερευνά το έγκλημα και τον εγκληματία κάτω από ποικίλες οπτικές γωνίες, πέρα από τις νομικές τους διαστάσεις. Προϋποθέτει, έτσι, γνώσεις και εμπειρία από όλους σχεδόν τους κλάδους των κοινωνικών επιστημών, όπως από την Κοινωνιολογία, την Κλινική και Κοινωνική Ψυχολογία, την Κοινωνική Ανθρωπολογία, τη Μεθοδολογία της Επιστήμης, αλλά ακόμη την Πολιτική Επιστήμη και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, την Ιστορία και τη Φιλοσοφία. Βέβαια, δεν είναι απαραίτητο ο εγκληματολόγος να κατέχει σε βάθος όλους αυτούς τους κλάδους των κοινωνικών επιστημών. Θα πρέπει όμως να διαθέτει τις βασικές γνώσεις, ώστε να κατανοεί και να χρησιμοποιεί τους εν λόγω κλάδους στη σχέση τους με τα στοιχεία του εγκληματικού φαινομένου. Άρα, όταν έχει κανείς εδραίες γνώσεις στην Εγκληματολογία, οι επιστημονικοί του ορίζοντες είναι πολύ πιο ανοικτοί από άλλες επιστήμες και μπορεί να κατανοεί επαρκέστερα τα ζητήματα των κοινωνικών επιστημών.
Τρίτον, η Εγκληματολογία προσφέρει μια πληρέστερη οπτική γωνία και στην ίδια τη μελέτη του Ποινικού Δικαίου, το οποίο αποτελεί γι’ αυτήν το έναυσμα ώστε να διεισδύσει στην ουσία του εγκλήματος και της ποινής, πέρα από τις εφήμερες κανονιστικές ρυθμίσεις που διέπουν τους ποινικούς κανόνες. Ερευνά έτσι η Εγκληματολογία, υπό την ευρεία της έννοια, τη διαχρονικότητα του εγκλήματος, γιατί δηλ. κάποια εγκλήματα, όπως ο φόνος, τιμωρούνται στις ανθρώπινες κοινωνίες ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου, την προσωπικότητα του εγκληματία και τους παράγοντες που τον οδηγούν στο έγκλημα, τους τρόπους με τους οποίους ανιχνεύεται το έγκλημα από τις αρμόδιες υπηρεσίες, π.χ. μέσω profiling (Ανακριτική), το είδος των νομοθετικών ρυθμίσεων και των ποινικών κυρώσεων με τις οποίες μπορεί να αντιμετωπισθεί το έγκλημα, τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνεται καλύτερη χρήση αυτών των ρυθμίσεων από τον εφαρμοστή του δικαίου στο πλαίσιο της επιβολής και επιμέτρησης ποινών (sentencing) και, ακόμη, τις δυνατότητες για καλύτερες συνθήκες έκτισης της ποινής σε φυλακές ή και εκτός αυτών, π.χ. μέσω κατ’ οίκον κράτησης με ηλεκτρονική επιτήρηση (Ποινολογία, Σωφρονιστική και Ποινική Καταστολή). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η Εγκληματολογία εφοδιάζει τον εφαρμοστή του δικαίου, ήτοι δικαστή, δικηγόρο, πραγματογνώμονα ή τεχνικό σύμβουλο, αλλά και κάθε επιστήμονα του κλάδου, με πλούσιο υλικό για την καλύτερη κατανόηση των ποινικών κανόνων, π.χ. γιατί ένας άνθρωπος διαπράττει το έγκλημα του βιασμού. Ταυτόχρονα όμως προσφέρει στον νομοθέτη και στις διοικητικές υπηρεσίες, μέσω της Αντεγκληματικής Πολιτικής, σημαντικές ιδέες για το πώς μπορούν να βελτιωθούν οι ποινικοί νόμοι και η αποτελεσματική εφαρμογή τους στην πράξη. Συνεπώς, η Εγκληματολογία αποτελεί συστατικό στοιχείο των Ποινικών Επιστημών και απαραίτητη προϋπόθεση (conditio sine qua non) για την καλή κατανόηση και εφαρμογή των διατάξεων του Ποινικού Δικαίου.
ΙΙ. Από την πιο πάνω επισκόπηση προκύπτουν και κάποια από τα επαγγελματικά πεδία στα οποία μπορούν να απασχοληθούν οι εγκληματολόγοι στην Ελλάδα, εφόσον βέβαια αποκτήσουν την αναγκαία επιστημονική εξειδίκευση (δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών στην Εγκληματολογία ή σε συναφές επιστημονικό πεδίο) και την αντίστοιχη εμπειρία στο γνωστικό τους αντικείμενο. Πέρα λοιπόν από τη δυνατότητα να εργασθούν σε κάποιο πανεπιστημιακό ή ερευνητικό ίδρυμα, τους παρέχεται επίσης η ευκαιρία να στελεχώσουν δημόσιες υπηρεσίες, όπως τα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη, το Κέντρο Μελέτης Ασφάλειας, η Ελληνική Αστυνομία, τα Σωφρονιστικά Καταστήματα, οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής, οι Κοινωνικές Υπηρεσίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε συνδυασμό με τα Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης της Παραβατικότητας, οι Φορείς για την επανένταξη αποφυλακισμένων (ιδίως η «Επάνοδος»), η Εθνική Στατιστική Αρχή και οι Υπηρεσίες αρωγής θυμάτων εγκληματικότητας (π.χ. λόγω trafficking). Επίσης, ο εγκληματολόγος με ειδικές ad hoc γνώσεις μπορεί να εργασθεί ως δικαστικός πραγματογνώμoνας, π.χ. σε θέματα Δικαστικής Γραφολογίας. Αντίστοιχες επαγγελματικές δυνατότητες διανοίγονται στον εγκληματολόγο και ως προς τον ιδιωτικό τομέα, όπου μπορεί να εργασθεί ως τεχνικός σύμβουλος κατά τη διάρκεια δίκης ή ως ιδιωτικός ερευνητής εξιχνίασης εγκλημάτων (detective).
ΙΙΙ. Πέρα όμως από τις μορφωτικές ή επαγγελματικές δυνατότητες που προσφέρει η Εγκληματολογία, αυτό που κυρίως μπορεί να δώσει είναι τον στόχο για την πνευματική και ανθρωπιστική καλλιέργεια του ανθρώπου, ώστε να κατακτήσει το αναγεννησιακό ιδανικό του homo universalis και να πραγματώσει έτσι την εμβληματική προτροπή του Νίκου Καζαντζάκη στον πρόλογο από την «Αναφορά στον Γκρέκο»: ΦΤΑΣΕ ΟΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ!.
Αντικείμενο της επιστήμης της Εγκληματολογίας είναι η μελέτη του εγκληματικού φαινομένου.Φαινομένου που παρατηρείται σε όλες τις οργανωμένες κοινωνίες, δηλ. α) να θεσπίζονται κανόνες που απαγορεύουν επ΄απειλή ποινής ορισμένες ανθρώπινες συμπεριφορές, ως ιδιαίτερα βλαπτικές για την κοινότητα, β) κάποιοι άνθρωποι να παραβιάζουν αυτές τις απαγορεύσεις και γ) να τιμωρούνται για αυτό. Με άλλα λόγια τα στοιχεία που συνθέτουν το εγκληματικό φαινόμενο είναι ο κανόνας (ποινικός νόμος), η παράβαση (έγκλημα, εγκληματικότητα) και η κύρωση (ποινή).
Το περιεχόμενο των στοιχείων αυτών αλλάζει κατά τόπο και χρόνο, ανάλογα με τις πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες, αλλά το φαινόμενο ως τέτοιο παραμένει : δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά στο παρελθόν, ούτε υπάρχει στο παρόν, ούτε θα υπάρξει στο μέλλον, οργανωμένη κοινωνία όπου το φαινόμενο αυτό να απουσιάζει. Αυτό δείχνουν όλες οι ιστορικές και συγκριτικές έρευνες. Μόνο αν όλοι οι άνθρωποι είχαν την ίδια δομή της προσωπικότητας , είχαν κοινωνικοποιηθεί κατά τον ίδιο τρόπο και οι εν γένει περιβαλλοντικές συνθήκες παρέμεναν αναλλοίωτες, το φαινόμενο αυτό δεν θα παρετηρείτο. Το εγκληματικό φαινόμενο είναι γενικό, θετικό και δεκτικό επιστημονικής διερεύνησης, βασικά προαπαιτούμενα για την σχετική αυτονομία της επιστήμης που το μελετά. Με μέρος αυτού του αντικειμένου ασχολείται και η Ποινική επιστήμη, αλλά από άλλη σκοπιά και κατ’άλλον τρόπο. Είναι κανονιστική επιστήμη, ενώ η Εγκληματολογία είναι, κατ΄εξοχήν, επιστήμη της πραγματικότητας. Η Εγκληματολογία αποτελεί για το Ποινικό δίκαιο ό,τι η Πολιτική επιστήμη για το Συνταγματικό δίκαιο.
Είναι προφανές ότι όλες οι θεωρητικές και ερευνητικές προσπάθειες που αναπτύσσονται μέσα στα πλαίσια της επιστήμης της Εγκληματολογίας έχουν μια κοινωνική χρησιμότητα, αφού έχουν ως στόχο να αποκτηθούν τα αναγκαία δεδομένα και να ερμηνευθούν σωστά, ώστε να χαραχθεί και εφαρμοσθεί μια σωστή αντεγκληματική πολιτική για τον περιορισμό του εγκλήματος, με σεβασμό των θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όλων των εμπλεκομένων μερών.
Σε αυτόν τον χώρο κινούμαστε όλοι όσοι από το 1978 ιδρύσαμε την «Ελληνική Εταιρεία Εγκληματολογίας». Κατά το Καταστατικό της έχει ως σκοπό την « προαγωγή της μελέτης του εγκληματικού φαινομένου με την ένωση και τον συντονισμό της προσπάθειας των ασχολουμένων στη θεωρία και στην πράξη με το αντικείμενο τούτο». Τώρα με τη δημιουργία του ιστότοπου μας στοχεύουμε στην αλληλογνωριμία και στη δημιουργία διαύλων επικοινωνίας τόσο μεταξύ των μελών της Εταιρίας, όσο και μεταξύ αυτών και όλων εκείνων που θα επιθυμούσαν να ασχοληθούν εφεξής με το αντικείμενο της επιστήμης της Εγκληματολογίας.
Στις σελίδες μας θα βρείτε το Καταστατικό της ΕΕΕ, τις δράσεις μας κατά τα προηγούμενα χρόνια, τα βιογραφικά των μελών του τωρινού ΔΣ και τα βιογραφικά και τις πρωτοβουλίες των μελών της Ομάδας Δράσης Νέων που αποτελείται από μεταπτυχιακούς φοιτητές ή νέους επιστήμονες προερχομένους από τα Πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Θράκης, Κρήτης και Παντείου.
Ελπίζουμε πως οι πληροφορίες που θα αρυσθείτε από την πλοήγησή σας στον ιστότοπο της Εταιρείας μας θα σας είναι πολλαπλώς χρήσιμες.
Ιάκωβος Φαρσεδάκης
Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου
Κοσμήτωρ ε.τ. Νομικής Σχολής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου
Βραβείο Beaumont – Tocqueville